- ξηρόφιλος
- -η, -ο1. βιολ. (ειδικά για φυτά) αυτός που έχει προσαρμοστεί και μπορεί να αναπτύσσεται σε ξηρό περιβάλλον2. φρ. «ξηρόφιλη περίοδος»βιολ. η θερμή και η ξηρά περίοδος η οποία εκτείνεται από το 6500 ώς το 2500 περίπου π.Χ. και αντιστοιχεί στις βόρειες και ατλαντικές περιόδους τής πρωτοϊστορίας και τής κλιματολογίας τού τεταρτογενούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xerophile < ξηρός + φίλος].
Dictionary of Greek. 2013.