ξηρόφιλος

ξηρόφιλος
-η, -ο
1. βιολ. (ειδικά για φυτά) αυτός που έχει προσαρμοστεί και μπορεί να αναπτύσσεται σε ξηρό περιβάλλον
2. φρ. «ξηρόφιλη περίοδος»
βιολ. η θερμή και η ξηρά περίοδος η οποία εκτείνεται από το 6500 ώς το 2500 περίπου π.Χ. και αντιστοιχεί στις βόρειες και ατλαντικές περιόδους τής πρωτοϊστορίας και τής κλιματολογίας τού τεταρτογενούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xerophile < ξηρός + φίλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”